Anonymous

πρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόβλητος''': -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ [[πρόβλητος]], ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.
|lstext='''πρόβλητος''': -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ [[πρόβλητος]], ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jeté au-devant de, livré à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}