3,254,072
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιμαλφέω''': τιμῶ, σέβω, [[θεραπεύω]], τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., [[ἑορτάζω]] τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος [[αὐτόθι]] 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. [[αὐτόθι]] 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[οἷον]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης. | |lstext='''τιμαλφέω''': τιμῶ, σέβω, [[θεραπεύω]], τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., [[ἑορτάζω]] τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος [[αὐτόθι]] 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. [[αὐτόθι]] 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[οἷον]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />honorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τιμαλφής]]. | |||
}} | }} |