τιμαλφέω
Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt
English (LSJ)
do honour to, τ. λόγοις νίκαν Pi.N.9.54; θεοὺς τοῖσδε τ. χρεών A.Ag.922; μολόντα τ. celebrate any one's arrival, Id.Eu. 15:—Pass., σκήπτροισι τιμαλφούμενος ib.626; ὑπ' ἀστῶν.. τ. ib.807:—rare in Prose, τ. τοὺς θεούς Arist.Pol.1336b19; and in later Poetry, τ. τὰν σὰν.. θυμέλαν Sammelb.6699.2 (iii B.C.):—Epich. (Fr.214) ridiculed Aeschylus for his use of this word.
German (Pape)
[Seite 1114] verehren, verherrlichen; ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν, Pind. N. 9, 54; μολόντα, Jemandes Ankunft feiern, Aesch. Eum. 15; τοὺς θεούς, Ag. 896; ἄνδρα διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον, Eum. 596; Sp., auch in Prosa, wie Arist. polit. 7, 17, θεούς; Phot. erkl. τιμαλφούμενος, τιμὴν εὑρηκώς.
French (Bailly abrégé)
τιμαλφῶ :
honorer, acc..
Étymologie: τιμαλφής.
Russian (Dvoretsky)
τῑμαλφέω: чтить, славить (νίκαν λόγοις Pind.; τοὺς θεούς Arst.): μολόντα τινὰ τ. Aesch. с почестями встретить кого-л.; διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενος Aesch. удостоенный Зевсом царской власти.
Greek (Liddell-Scott)
τιμαλφέω: τιμῶ, σέβω, θεραπεύω, τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., ἑορτάζω τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος αὐτόθι 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. αὐτόθι 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, οἷον παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης.
English (Slater)
τῑμαλφέω do honour to εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν (N. 9.54)
Greek Monotonic
τῑμαλφέω: μέλ. τιμαλφήσω, τιμώ, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τῑμαλφέω, fut. -ήσω
to do honour to, Aesch.