Anonymous

σεσοφισμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεσοφισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, [[μετὰ]] σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.
|lstext='''σεσοφισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, [[μετὰ]] σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec habileté <i>ou</i> fourberie.<br />'''Étymologie:''' σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de [[σοφίζω]].
}}
}}