3,274,246
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάλιξ''': -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, [[στέλλω]]) [[πάσσαλος]] εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[σχαλίς]], Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, [[Πολυδ]]. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141. | |lstext='''στάλιξ''': -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, [[στέλλω]]) [[πάσσαλος]] εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[σχαλίς]], Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, [[Πολυδ]]. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ικος (ἡ) :<br />pieu qui retient les filets des chasseurs.<br />'''Étymologie:''' DELG plutôt [[ἵστημι]] que [[στέλλω]]. | |||
}} | }} |