Anonymous

ἐπιορκέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιορκέω''': ἐν Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 204 ἐφορκέω, καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφῇ [[αὐτόθι]] 1688. 9 [[ἐφιορκέω]], [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν Λυδ. Ἐπιγρ. [[αὐτόθι]] 3137. 78: μέλλ. -ήσω Ἰλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 914, κλπ., -ήσομαι (κατ-) Δημ. 1269. 24: ἀόρ. ἐπιώρκησα ὁ αὐτ. 1204. 20: ἀπαρ. -ορκῆσαι Ἡρόδ., κλπ.: πρκμ. ἐπιώρκηκα Πλάτ. Νόμ. 948Ε, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22, [[ἐνίοτε]] γραφόμενον ἐπιόρκηκα ἐν Ἡροδ. 4. 68 ([[ἐπίορκος]]). Ὁρκίζομαι ψευδῶς, οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Ἰλ. Τ. 188· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τῶν πραγμάτων εἰς ἃ ὁρκίζεται τίς, τάς βασιληΐας ἑστίας ἐπιορκεῖν Ἡρόδ. 4. 68· τοὺς θεοὺς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1609, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7, Δημ. 1204. 20, κτλ.· τὸ πλεῖστον ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 298, 428, Νεφ. 402, Πλάτ. κλ.· οὐδὲν ἐφρόντιζεν ἐπιορκῶν Δημ. 553. 19· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐπ. ὅρκους τινὶ ὁ αὐτ. 1203, ἐν τέλει, πρβλ. Αἰσχίν. 16. 20. κτλ. - Ἀντίθετον τῷ [[εὐορκέω]]. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 22, Κλεάνθ. παρὰ Στοβ. 196. 56, Χρύσιππ. [[αὐτόθι]] 58, [[ὅστις]] κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ εὐορκεῖν καὶ τοῦ ἀληθορκεῖν, καὶ μεταξὺ τοῦ ἐπιορκεῖν καὶ τοῦ ψευδορκεῖν: ἴδε ἐν λ. [[ἐξώλεια]]. [[ἐπόμνυμι]]. ΙΙ. ὠσαύτως [[ἁπλῶς]] = [[ὄμνυμι]], ὁρκίζομαι. Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 34, ὃ ἴδε. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
|lstext='''ἐπιορκέω''': ἐν Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 204 ἐφορκέω, καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφῇ [[αὐτόθι]] 1688. 9 [[ἐφιορκέω]], [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν Λυδ. Ἐπιγρ. [[αὐτόθι]] 3137. 78: μέλλ. -ήσω Ἰλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 914, κλπ., -ήσομαι (κατ-) Δημ. 1269. 24: ἀόρ. ἐπιώρκησα ὁ αὐτ. 1204. 20: ἀπαρ. -ορκῆσαι Ἡρόδ., κλπ.: πρκμ. ἐπιώρκηκα Πλάτ. Νόμ. 948Ε, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22, [[ἐνίοτε]] γραφόμενον ἐπιόρκηκα ἐν Ἡροδ. 4. 68 ([[ἐπίορκος]]). Ὁρκίζομαι ψευδῶς, οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Ἰλ. Τ. 188· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τῶν πραγμάτων εἰς ἃ ὁρκίζεται τίς, τάς βασιληΐας ἑστίας ἐπιορκεῖν Ἡρόδ. 4. 68· τοὺς θεοὺς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1609, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7, Δημ. 1204. 20, κτλ.· τὸ πλεῖστον ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 298, 428, Νεφ. 402, Πλάτ. κλ.· οὐδὲν ἐφρόντιζεν ἐπιορκῶν Δημ. 553. 19· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐπ. ὅρκους τινὶ ὁ αὐτ. 1203, ἐν τέλει, πρβλ. Αἰσχίν. 16. 20. κτλ. - Ἀντίθετον τῷ [[εὐορκέω]]. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 22, Κλεάνθ. παρὰ Στοβ. 196. 56, Χρύσιππ. [[αὐτόθι]] 58, [[ὅστις]] κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ εὐορκεῖν καὶ τοῦ ἀληθορκεῖν, καὶ μεταξὺ τοῦ ἐπιορκεῖν καὶ τοῦ ψευδορκεῖν: ἴδε ἐν λ. [[ἐξώλεια]]. [[ἐπόμνυμι]]. ΙΙ. ὠσαύτως [[ἁπλῶς]] = [[ὄμνυμι]], ὁρκίζομαι. Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 34, ὃ ἴδε. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐπιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπιώρκησα, <i>pf.</i> ἐπιώρκηκα, <i>ion.</i> ἐπιόρκηκα;<br />faire un faux serment : πρὸς δαίμονος IL en prenant un dieu à témoin ; <i>avec</i> acc. : τοὺς θεούς, [[τι]] jurer faussement par les dieux, par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]].
}}
}}