ἐπιορκέω
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
also ἐφιορκέω IG22.1126.9 (Delph. Amphict.), OGI 229.69 (Smyrna, iii B.C.), etc.:
Afut. ἐπιορκήσω Il.19.188, Ar.Lys.914, etc., ἐπιορκήσομαι (κατεπιορκέω) D.54.40: aor. ἐπιώρκησα Id.49.67, inf. ἐπιορκῆσαι Hdt. 4.68 (v.l. ἐφιορκέω): pf. ἐπιώρκηκα Pl.Lg.948e, X.An.3.1.22, Din.1.47 (ἐπιόρκηκα is v.l. in Hdt.l.c.):—swear falsely, forswear oneself, οὐδ' ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Il.19.188: also, c.acc., of things sworn by, τὰς βασιληΐας ἱστίας ἐπιώρκηκε has sworn falsely by the royal hearth, Hdt.4.68; θεάς Din.1.47; (θεούς) Ar.Av.1609, X.An.2.4.7, D.49.67, etc.: mostly abs., Ar.Eq.298,428, Nu.402, Pl.Phlb.65c, etc.; οὐδὲν ἐφρόντιζ' ἐπιορκῶν D.21.119: c.acc.cogn., ἐ. ὅρκους τινί Id.49.65, cf.Aeschin.1.115; opp. εὐορκέω, Lexap.And.1.98, Cleanth.Stoic.1.131, Chrysipp.ib.2.63, who distinguishes between εὐορκεῖν and ἀληθορκεῖν, and between ἐπιορκεῖν and ψευδορκεῖν.
II. simply, = ὄμνυμι, swear, Sol. ap. Lys.10.17.
German (Pape)
[Seite 967] (fut. ἕπιορκήσομαι, doch ἐπιορκήσω Il. 19, 188; perf. ἐπιωρκηκότες Plat. Legg. XII, 949 a u. A.; ἐπιόρκηκα Her. 4, 68), falsch schwören, Gegensatz εὐορκέω, Stob. fl. 28, 14. 15; πρὸς δαίμονος, bei einer Gottheit, Il. 19, 188; gew. absolut, Ar. Nub. 400; Plat. Phil. 65 c u. öfter; ὅρκους τινί Dem. 49, 65 u. A.; τὰς βασιληΐας ἑστίας, bei den königlichen Hausgöttern falsch schwören, Her. 4, 68; τὰς θεὰς ἐπιωρκηκώς Din. 1, 47; θεοὺς ἐπιορκεῖν = die Götter durch einen Meineid, Eidbruch beleidigen, Xen. An. 2, 4, 7. 3, 1, 22; ἐπιωρκήκασι 3, 2, 10; Ar. Av. 1609. – Im solonischen Gesetze bei Lys. 10, 17 erklärt es der Redner selbst durch ὄμνυμι.
French (Bailly abrégé)
ἐπιορκῶ :
f. ἐπιορκήσω, ao. ἐπιώρκησα, pf. ἐπιώρκηκα, ion. ἐπιόρκηκα;
faire un faux serment : πρὸς δαίμονος IL en prenant un dieu à témoin ; avec acc. : τοὺς θεούς, τι jurer faussement par les dieux, par qch.
Étymologie: ἐπίορκος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιορκέω: (fut. ἐπιορκήσω, aor. ἐπιώρκησα, pf. ἐπιώρκηκα - Her. ἐπιόρκηκα)
1 давать ложную клятву, быть клятвопреступником: ἐ. πρός τινος Hom., τινα Arph., Xen. и τι Her. ложно клясться кем(чем)-л.; ὅρκους τινὶ ἐ. Dem. давать кому-л. ложные клятвы;
2 арх. приносить клятву, клясться: ἐπιορκήσας τὸν Ἀπόλλω Solon ap. Lys. поклявшись Аполлоном.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιορκέω: ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 204 ἐφορκέω, καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφῇ αὐτόθι 1688. 9 ἐφιορκέω, ὡσαύτως καὶ ἐν Λυδ. Ἐπιγρ. αὐτόθι 3137. 78: μέλλ. -ήσω Ἰλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 914, κλπ., -ήσομαι (κατ-) Δημ. 1269. 24: ἀόρ. ἐπιώρκησα ὁ αὐτ. 1204. 20: ἀπαρ. -ορκῆσαι Ἡρόδ., κλπ.: πρκμ. ἐπιώρκηκα Πλάτ. Νόμ. 948Ε, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22, ἐνίοτε γραφόμενον ἐπιόρκηκα ἐν Ἡροδ. 4. 68 (ἐπίορκος). Ὁρκίζομαι ψευδῶς, οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Ἰλ. Τ. 188· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τῶν πραγμάτων εἰς ἃ ὁρκίζεται τίς, τάς βασιληΐας ἑστίας ἐπιορκεῖν Ἡρόδ. 4. 68· τοὺς θεοὺς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1609, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7, Δημ. 1204. 20, κτλ.· τὸ πλεῖστον ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 298, 428, Νεφ. 402, Πλάτ. κλ.· οὐδὲν ἐφρόντιζεν ἐπιορκῶν Δημ. 553. 19· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπ. ὅρκους τινὶ ὁ αὐτ. 1203, ἐν τέλει, πρβλ. Αἰσχίν. 16. 20. κτλ. - Ἀντίθετον τῷ εὐορκέω. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 22, Κλεάνθ. παρὰ Στοβ. 196. 56, Χρύσιππ. αὐτόθι 58, ὅστις κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ εὐορκεῖν καὶ τοῦ ἀληθορκεῖν, καὶ μεταξὺ τοῦ ἐπιορκεῖν καὶ τοῦ ψευδορκεῖν: ἴδε ἐν λ. ἐξώλεια. ἐπόμνυμι. ΙΙ. ὠσαύτως ἁπλῶς = ὄμνυμι, ὁρκίζομαι. Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 34, ὃ ἴδε. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
English (Autenrieth)
fut. -ήσω: swear falsely; πρὸς δαίμονος, in the name of a divinity, Il. 19.188†.
English (Strong)
from ἐπίορκος; to commit perjury: forswear self.
English (Thayer)
ἐπιόρκω: future ἐπιορκήσω, cf. Krüger, § 40, under the word, and § 39,12, 4; (Veitch, under the word; Buttmann, 53 (46)); (ἐπίορκος, which see); to swear falsely, forswear oneself: Homer down.)
Greek Monotonic
ἐπιορκέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ώρκησα, παρακ. -ώρκηκα· (ἐπίορκος)· ορκίζομαι ψευδώς, γίνομαι επίορκος, πρὸς δαίμονος, έναντι μιας θεότητας, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., τοὺςθεούς, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω aor1 -ώρκησα perf. -ώρκηκα [from ἐπίορκος
to swear falsely, forswear oneself, πρὸς δαίμονος by a deity, Il.; c. acc., τοὺς θεούς by the gods, Ar., Xen.
Chinese
原文音譯:™piorkšw 誒披-哦而咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-發誓
字義溯源:犯偽誓罪,起假誓,背誓;源自(ἐπίορκος)=起誓的);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ὅρκος)=誓言)組成;其中 (ὅρκος)出自(αἴξ / ἔριφος)X*=巧辯)。參讀 (ὄμνυμι / ὀμνύω)同源字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 背(1) 太5:33
Mantoulidis Etymological
(=ὁρκίζομαι ψεύτικα). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίορκος (ἐπί + ὅρκος τοῦ εἵργνυμι), ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη ἐπιορκία. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα εἵργνυμι.