Anonymous

σκορδινάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορδῐνάομαι''': Ἰων. -εομαι, ἀποθ.· - [[ἐκτείνω]] τὰ [[μέλη]] μου, τεντώνομαι, τανύομαι, χασμῶμαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἢ κυνῶν ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγερθέντων, Λατ. pandiculari, Ἱππ. 262. 28, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 168· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπηυδηκότος ἢ εὑρισκομένου ἐν ἀνίᾳ, [[στένω]], [[κέχηνα]], σκορδινῶμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 30· σκ. καὶ δυσφορεῖς ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 922, πρβλ. Σφ. 642. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ ἀνθρώπου διατεθειμένου πρὸς ἔμετον, ζαλίζομαι, ἀγωνιῶ πρὸς ἔμετον, Ἐρωτιαν.· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας σκορδίνημα, τό, σκορδινησμός, ὁ, «ξηροτάνυσμα», Ἱππ. 1020F, 1184Ε· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 511, Ἡσύχ., ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηναίῳ τ. Ζ΄, σ. 371-374.
|lstext='''σκορδῐνάομαι''': Ἰων. -εομαι, ἀποθ.· - [[ἐκτείνω]] τὰ [[μέλη]] μου, τεντώνομαι, τανύομαι, χασμῶμαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἢ κυνῶν ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγερθέντων, Λατ. pandiculari, Ἱππ. 262. 28, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 168· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπηυδηκότος ἢ εὑρισκομένου ἐν ἀνίᾳ, [[στένω]], [[κέχηνα]], σκορδινῶμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 30· σκ. καὶ δυσφορεῖς ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 922, πρβλ. Σφ. 642. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ ἀνθρώπου διατεθειμένου πρὸς ἔμετον, ζαλίζομαι, ἀγωνιῶ πρὸς ἔμετον, Ἐρωτιαν.· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας σκορδίνημα, τό, σκορδινησμός, ὁ, «ξηροτάνυσμα», Ἱππ. 1020F, 1184Ε· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 511, Ἡσύχ., ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηναίῳ τ. Ζ΄, σ. 371-374.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />être agité, se tourner de côté et d’autre ; <i>fig.</i> être ennuyé.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. adopté par les médecins, pê apparenté à σκόρδαξ.
}}
}}