3,271,364
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασκευάζω''': μέλλ. -άσω, θέτω ὑπὸ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]] ([[σκευή]]), [[μεταβάλλω]] τὸ ἔνδυμά τινος, [[ἐνδύω]] ἀλλέως, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 499· τροποποιῶ, τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦτον μετασκευάσαι [τὰ ἅρματα] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 8· μετ. νόμον, τροποποιῆσαι νόμον, παρεισαγαγεῖν τι εἰς αὐτόν, Δείναρχ. 95. 31. ΙΙ. Μέσ., «συμμαζεύω» τὰ πράγματά μου καὶ [[μεταβαίνω]] ἀλλαχόσε, μετασκευασάμενος τὸν ὅλον οἶκον Διον. Ἁλ. 4. 6· τά αὑτοῦ [[παρά]] τινα Ξεν. Ἐφέσ. 5, 13· ἀπολ., [[μεταβαίνω]], [[ἀπέρχομαι]], ἐκ... εἰς..., Λουκ. Τόξ. ἢ φιλ. 57. 2) ἐνδύομαι [[διαφόρως]], [[μεταβάλλω]] τὰ ἐνδύματά μου, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μετασκευασάμενοι, μεταμφιεσθέντες μὲ ἐνδύματα οἰκετῶν, Πολύαιν. 6. 49· οὓτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόθεν]] μετεσκεύασθε; Φιλόστρ. 660. | |lstext='''μετασκευάζω''': μέλλ. -άσω, θέτω ὑπὸ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]] ([[σκευή]]), [[μεταβάλλω]] τὸ ἔνδυμά τινος, [[ἐνδύω]] ἀλλέως, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 499· τροποποιῶ, τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦτον μετασκευάσαι [τὰ ἅρματα] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 8· μετ. νόμον, τροποποιῆσαι νόμον, παρεισαγαγεῖν τι εἰς αὐτόν, Δείναρχ. 95. 31. ΙΙ. Μέσ., «συμμαζεύω» τὰ πράγματά μου καὶ [[μεταβαίνω]] ἀλλαχόσε, μετασκευασάμενος τὸν ὅλον οἶκον Διον. Ἁλ. 4. 6· τά αὑτοῦ [[παρά]] τινα Ξεν. Ἐφέσ. 5, 13· ἀπολ., [[μεταβαίνω]], [[ἀπέρχομαι]], ἐκ... εἰς..., Λουκ. Τόξ. ἢ φιλ. 57. 2) ἐνδύομαι [[διαφόρως]], [[μεταβάλλω]] τὰ ἐνδύματά μου, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μετασκευασάμενοι, μεταμφιεσθέντες μὲ ἐνδύματα οἰκετῶν, Πολύαιν. 6. 49· οὓτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόθεν]] μετεσκεύασθε; Φιλόστρ. 660. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετασκευάζομαι se transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σκευάζω]]. | |||
}} | }} |