Anonymous

μετασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετασκευάζομαι se transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σκευάζω]].
|btext=transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετασκευάζομαι se transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μετασκευάζω]])<br />[[μεταβάλλω]] την [[κατασκευή]] ή τη [[μορφή]], [[μετασχηματίζω]], [[μεταμορφώνω]], [[μεταποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]], μετατοπίζομαι<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μετασκευάζομαι</i><br />i) [[ανταλλάσσω]] τη [[στολή]] ή τον οπλισμό μου με τη [[στολή]] ή τον οπλισμό κάποιου άλλου<br />ii) [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω<br />iii) ντύνομαι με διαφορετικά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκευάζω]] «[[ετοιμάζω]], [[εφοδιάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[σκευάζω]], <i>κατα</i>-[[σκευάζω]].
}}
}}