3,244,914
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86. | |lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. épq. sbj. 3ᵉ pl.</i> ἐφοπλίσσωσι, <i>opt. 2ᵉ sg.</i> ἐφοπλίσσειας, <i>part. pl.</i> ἐφοπλίσσαντες;<br />apprêter, préparer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁπλίζω]]. | |||
}} | }} |