Anonymous

λεληθότως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεληθότως''': ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ [[λανθάνω]], ὡς τὸ λάθρᾳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 σ. 165R· τὸ λελ. Ἀνακρεόντ. 15. 16.
|lstext='''λεληθότως''': ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ [[λανθάνω]], ὡς τὸ λάθρᾳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 σ. 165R· τὸ λελ. Ἀνακρεόντ. 15. 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans qu’on s’en aperçoive, secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[λέληθα]].
}}
}}