λεληθότως
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
Adv. pf. part. of λανθάνω, imperceptibly, Pl.Ax.365c, Cic.Att.6.5.3, Fam.9.2.3, D.H.Comp.22, Anacreont.15.16, Luc.Am. 13; secretly, LXX 2 Ma.6.11, 8.1.
German (Pape)
[Seite 28] adv. zum part. perf. von λανθάνω, heimlich, unvermerkt, Plat. Ax. 365 c u. Sp., von Hdn. für κρύφα verworfen.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans qu'on s'en aperçoive, secrètement.
Étymologie: λέληθα.
Russian (Dvoretsky)
λεληθότως: скрыто, незаметно Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λεληθότως: ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ λανθάνω, ὡς τὸ λάθρᾳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 σ. 165R· τὸ λελ. Ἀνακρεόντ. 15. 16.
Greek Monolingual
(Α λεληθότως)
επίρρ. χωρίς να το αντιληφθεί κάποιος, κρυφά, απαρατήρητα («ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια, λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα», ΠΔ)
αρχ.
ασυναίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεληθώς, μτχ. παρακμ. του λανθάνω «διαφεύγω την προσοχή»].
Greek Monotonic
λεληθότως: επίρρ. μτχ. παρακ. του λανθάνω, μυστικά, ανεπαίσθητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb from part. perf. of λανθάνω,]
imperceptibly, Plat.