Anonymous

προσπτύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπτύσσω''': [[ἐναγκαλίζομαι]], Παλλάδος σεμνὸν [[βρέτας]] πρόσπτυξον Εὐρ. Ἠλ. 1255, 1325· Δωρ. ποτιπτ-, Ὀρφ. Λιθ. 317. Β. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. προσπτύσσομαι, Δωρικ. ποτιπτ- (ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Β. 77, προτιπτ-, κατὰ τὸν Σχολ. Harl.)· μέλλ. -πτύξομαι· πρκμ. προσέπτυγμαι Πινδ. Ι. 2. 57· - [[κυρίως]] ἐπὶ ἱματίου, συμπτύσσομαι [[πέριξ]], προσκολλῶμαι, προσπτύσσεται πλευραῖσιν [[ἀρτίκολλος]]... χιτὼν Σοφ. Τρ. 767. ΙΙ. συνήθως ἐπὶ προσώπων, 1) [[ἐναγκαλίζομαι]], πατέρα Ὀδ. Λ. 451, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1320, Θεόκρ. 3. 19, Λουκ., κλπ.· [[στόμα]] γε σὸν προσπτύξομαι, θὰ τὸ πιέσω μὲ τὰ χείλη μου, θὰ τὸ φιλήσω, Εὐρ. Φοίν. 1671, πρβλ. Μήδ. 1400 - Παθ., [[μετὰ]] δοτ., συμπτύσσομαι πλησίον τινός, παρθένῳ προσπτύσσεται Σοφ. Ἀντ. 1237. 2) μεταφορ., [[ἀσπάζομαι]], φιλῶ, [[χαιρετίζω]], ἐνθέρμως [[ὑποδέχομαι]], τινα Ὀδ. Θ. 478· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., πρ. τινά τι, [[ἀποτείνω]] φιλικὸν χαιρετισμὸν [[πρός]] τινα, Ρ. 509· ἧστ’ ἐπὶ δίφρου, [[οὐδέ]] τιν’ οὔτ’ ἔπεϊ προσπτύσσετο [[οὔτε]] τι ἔργῳ, [[οὐδέ]] τινα ἐχαιρέτιζεν ἢ ὑπεδέχετο [[οὔτε]] διὰ λόγου [[οὔτε]] δι’ ἔργου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 199· προσπτύσσομαι μύθῳ, δέομαι ἐνθέρμως, παρακαλῶ ἐπιμόνως, Ὀδ. Β. 77, Δ. 657· ([[οὕτως]] ὁ Νόνν. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 16. 23 χρῆται τῷ ἐνεργ.) 3) θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας, «πάσας θεῶν πανηγύρεις ἐπιτηδείους προσεδέχετο» καὶ «προσήγετο, ἠσπάζετο» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 2. 57· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁρμιῇ λαγόνας προσπύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 3. 151. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητικὴ καὶ [[μάλιστα]] Ἐπική. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπύσσεται· προσάγεται. προσέλκεται, προσαγορεύει, ἀσπάζεται».
|lstext='''προσπτύσσω''': [[ἐναγκαλίζομαι]], Παλλάδος σεμνὸν [[βρέτας]] πρόσπτυξον Εὐρ. Ἠλ. 1255, 1325· Δωρ. ποτιπτ-, Ὀρφ. Λιθ. 317. Β. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. προσπτύσσομαι, Δωρικ. ποτιπτ- (ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Β. 77, προτιπτ-, κατὰ τὸν Σχολ. Harl.)· μέλλ. -πτύξομαι· πρκμ. προσέπτυγμαι Πινδ. Ι. 2. 57· - [[κυρίως]] ἐπὶ ἱματίου, συμπτύσσομαι [[πέριξ]], προσκολλῶμαι, προσπτύσσεται πλευραῖσιν [[ἀρτίκολλος]]... χιτὼν Σοφ. Τρ. 767. ΙΙ. συνήθως ἐπὶ προσώπων, 1) [[ἐναγκαλίζομαι]], πατέρα Ὀδ. Λ. 451, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1320, Θεόκρ. 3. 19, Λουκ., κλπ.· [[στόμα]] γε σὸν προσπτύξομαι, θὰ τὸ πιέσω μὲ τὰ χείλη μου, θὰ τὸ φιλήσω, Εὐρ. Φοίν. 1671, πρβλ. Μήδ. 1400 - Παθ., [[μετὰ]] δοτ., συμπτύσσομαι πλησίον τινός, παρθένῳ προσπτύσσεται Σοφ. Ἀντ. 1237. 2) μεταφορ., [[ἀσπάζομαι]], φιλῶ, [[χαιρετίζω]], ἐνθέρμως [[ὑποδέχομαι]], τινα Ὀδ. Θ. 478· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., πρ. τινά τι, [[ἀποτείνω]] φιλικὸν χαιρετισμὸν [[πρός]] τινα, Ρ. 509· ἧστ’ ἐπὶ δίφρου, [[οὐδέ]] τιν’ οὔτ’ ἔπεϊ προσπτύσσετο [[οὔτε]] τι ἔργῳ, [[οὐδέ]] τινα ἐχαιρέτιζεν ἢ ὑπεδέχετο [[οὔτε]] διὰ λόγου [[οὔτε]] δι’ ἔργου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 199· προσπτύσσομαι μύθῳ, δέομαι ἐνθέρμως, παρακαλῶ ἐπιμόνως, Ὀδ. Β. 77, Δ. 657· ([[οὕτως]] ὁ Νόνν. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 16. 23 χρῆται τῷ ἐνεργ.) 3) θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας, «πάσας θεῶν πανηγύρεις ἐπιτηδείους προσεδέχετο» καὶ «προσήγετο, ἠσπάζετο» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 2. 57· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁρμιῇ λαγόνας προσπύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 3. 151. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητικὴ καὶ [[μάλιστα]] Ἐπική. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπύσσεται· προσάγεται. προσέλκεται, προσαγορεύει, ἀσπάζεται».
}}
{{bailly
|btext=plier contre ; étreindre, serrer, embrasser ; traiter amicalement ; parler amicalement;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσπτύσσομαι;<br /><b>1</b> se plier contre : πλευραῖσιν SOPH contre les flancs, se coller aux flancs <i>en parl. d’une tunique</i> ; <i>fig.</i> πρ. μύθῳ OD parler, s’expliquer ; τινά, se trouver avec qqn;<br /><b>2</b> embrasser, <i>acc. ou dat.</i> ; accueillir <i>ou</i> traiter amicalement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πτύσσω]].
}}
}}