Anonymous

εὐομολόγητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐομολόγητος''': -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, [[ἀναμφήριστος]], Πλάτ. Πολ. 527Β.
|lstext='''εὐομολόγητος''': -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, [[ἀναμφήριστος]], Πλάτ. Πολ. 527Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on convient facilement, indiscutable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὁμολογέω]].
}}
}}