Anonymous

ἐναπολείπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναπολείπω''': [[ἀπολείπω]] ἔν τινι, δυσέκνιπτον ἐν ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει πιότητα Ξενοκρ. 58˙ τι Πλούτ. 2. 91Β: ‒ Παθ., Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 14, 22.
|lstext='''ἐναπολείπω''': [[ἀπολείπω]] ἔν τινι, δυσέκνιπτον ἐν ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει πιότητα Ξενοκρ. 58˙ τι Πλούτ. 2. 91Β: ‒ Παθ., Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 14, 22.
}}
{{bailly
|btext=laisser un dépôt sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀπολείπω]].
}}
}}