ἐναπολείπω
English (LSJ)
leave behind in or on, ταῖς Χερσὶ ποιότητα Xenocr.58; τι Plu.2.91b:—Pass., Arist.Mete.352b35, Ph.1.8.
Spanish (DGE)
1 dejar en, dejar tras de sí en c. dat. δυσέκρυπτον δὲ ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει ποιότητα deja tras él en las manos una sustancia difícil de eliminar de un animal marino, Xenocr.29, en v. pas. τῆς τοῦ γλυκέος νοτίδος ἐναπολειφθείσης εἰς διαμονήν Ph.1.8
•fig. οἷον ἕλκος ἐν σαρκὶ τῇ ψυχῇ τὴν μεταμέλειαν αἱμάσσουσαν ... ἐναπολείπει Plu.2.476f, ἡ ἔχθρα ... μνησικακίαν ἐναπολείπει Plu.2.91b
•en v. med. dejar tras de sí, quedarse sin τοῦτο φεύγοντας μήτ' ἐλπίδα ... μήτε θάρσος ... ἐναπολείπεσθαι que huyendo de eso no se queden sin esperanza ni ánimo Plu.2.1101c.
2 rel. c. agua, en v. pas. ser depositado, quedarse dentro, quedarse estancado ref. restos de fondos marinos τὸ ἐναπολειφθὲν καὶ λιμνάσαν ὕδωρ Arist.Mete.352b35, οἷς σημεῖ' ἄττα τῆς παλαιᾶς ἐναπολελεῖφθαι θαλαττώσεως (terrenos) en los que han sido dejadas ciertas huellas de su antigua pertenencia al mar Ph.2.511
•part. subst. τὸ ἐναπολειφθέν poso, sedimento τὸ ἐ. ἐν τῷ ΖΕ σωλῆνι Hero Spir.2.20.
French (Bailly abrégé)
laisser un dépôt sur ou dans.
Étymologie: ἐν, ἀπολείπω.
German (Pape)
zurücklassen in, Sp., wie Plut. cap. ex host. ut. p. 282.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπολείπω: (в чем-л.) оставлять (τι ἔν τινι Plut.; τὸ ἐναπολειφθὲν ὕδωρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπολείπω: ἀπολείπω ἔν τινι, δυσέκνιπτον ἐν ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει πιότητα Ξενοκρ. 58˙ τι Πλούτ. 2. 91Β: ‒ Παθ., Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 14, 22.
Greek Monolingual
(AM ἐναπολείπω)
αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω
μσν.
μέσ. ἐναπολείπομαι
1. υπολείπομαι, εναπομένω
2. μτφ. επιζώ.