Anonymous

ἐμπαίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπαίω''': μέλλ. -παίσω ἢ -παιήσω, κτυπῶ τι μέσα, ἐμπήγω, [[ἐνεργάζομαι]], χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ἀθήν. 543F· ἴδε [[ἐμπαιστός]]. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ, ἐμπίπτει εἰς τὴν ψυχήν μου, Σοφ. Ἠλ. 902.
|lstext='''ἐμπαίω''': μέλλ. -παίσω ἢ -παιήσω, κτυπῶ τι μέσα, ἐμπήγω, [[ἐνεργάζομαι]], χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ἀθήν. 543F· ἴδε [[ἐμπαιστός]]. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ, ἐμπίπτει εἰς τὴν ψυχήν μου, Σοφ. Ἠλ. 902.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se graver dans, τινι ; frapper l’imagination;<br /><b>2</b> se précipiter dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[παίω]].
}}
}}