ἐμπαίω

English (LSJ)

A strike in, stamp, emboss, σκίπων χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ath.12.543f.
II intr., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ bursts in upon my soul, S.El.902.

Spanish (DGE)

I intr.
1 presentarse de golpe, presentarse súbitamente ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα se presenta de golpe en mi alma un rostro familiar S.El.902, εἴ τε ῥᾴθυμός τις ἐμπέπαικεν Plu.2.52c.
2 golpear contra c. giro prep. εἰ ὁ πατὴρ αὐτῆς ἐμπαίων ἐνέπαισεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῆς Iren.Lugd.Fr.31.
II tr. en v. med., de metales golpear para realzar, repujar χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ath.543f, en v. pas. Eust.1319.44.

German (Pape)

[Seite 810] (s. παίω), hineinschlagen, einprägen; σκίπων χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ath. XII, 543 f. Bei Eust. = in Metall Figuren einarbeiten. – Übertr., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα Soph. El. 890, tritt mit Gewalt vor die Seele.

French (Bailly abrégé)

1 se graver dans, τινι ; frapper l'imagination;
2 se précipiter dans, τινι.
Étymologie: ἐν, παίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπαίω: разить, поражать: ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες φάσμα (v.l. ὄμμα) Soph. в душе моей возникает некое знакомое видение.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαίω: μέλλ. -παίσω ἢ -παιήσω, κτυπῶ τι μέσα, ἐμπήγω, ἐνεργάζομαι, χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ἀθήν. 543F· ἴδε ἐμπαιστός. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ, ἐμπίπτει εἰς τὴν ψυχήν μου, Σοφ. Ἠλ. 902.

Greek Monolingual

(AM ἐμπαίω)
καρφώνω με σφυρηλάτηση μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία στην επιφάνεια μετάλλινων σκευών
αρχ.
φρ. «ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα» — καρφώνεται στην ψυχή μου.

Greek Monotonic

ἐμπαίω: μέλ. -παίσω ή -παιήσω·
I. κτυπώ κάτι μέσα, μπήγω, καρφώνω, κάνω κάτι ανάγλυφο, σφυρηλατώ, σε Αθήν.
II. αμτβ., ξεσπώ πάνω σε, επέρχομαι, με δοτ., σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -παίσω or -παιήσω
I. to strike in, stamp, emboss, Anth.
II. intr. to burst in upon, c. dat., Soph.