3,274,873
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπρίω''': ῑ: μέλλ. -ίσω, [[πριονίζω]] ἔν τινι, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. [[σφίγγω]], τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· [[τρίζω]], καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· [[οὕτως]], ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[δριμύς]], καυστικὸς τὴν γεῦσιν, [[καίω]], ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε. | |lstext='''ἐμπρίω''': ῑ: μέλλ. -ίσω, [[πριονίζω]] ἔν τινι, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. [[σφίγγω]], τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· [[τρίζω]], καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· [[οὕτως]], ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[δριμύς]], καυστικὸς τὴν γεῦσιν, [[καίω]], ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> entamer avec la scie, scier;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> entamer comme avec une scie, mordre profondément;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir une saveur mordante <i>ou</i> piquante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πρίω]]. | |||
}} | }} |