Anonymous

ἐνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] ἐν, τὰ ἐνακμάζοντα [[ἄνθη]], τὰ [[ἄνθη]] τὰ ἀκμάζοντα ἐν ἑκάστῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. 2. 8, κτλ.
|lstext='''ἐνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] ἐν, τὰ ἐνακμάζοντα [[ἄνθη]], τὰ [[ἄνθη]] τὰ ἀκμάζοντα ἐν ἑκάστῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. 2. 8, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=être dans sa fleur, dans sa force, dans toute sa vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀκμάζω]].
}}
}}