3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδῠμα''': τό, ([[ἐνδύω]]) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7. | |lstext='''ἔνδῠμα''': τό, ([[ἐνδύω]]) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδύω]]. | |||
}} | }} |