Anonymous

ἐνθουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθουσιάζω''': παρὰ Τραγ. ἀείπτε [[ἐνθουσιάω]]· παρὰ Πλάτ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι οἱ τύποι, ἴδε κατωτ. Εἶμαι [[ἔνθεος]], κατέχομαι ὑπὸ θεοῦ, εἶμαι [[θεόληπτος]], εὑρίσκομαι ἐν ἐκστάσει, ἐνθουσιᾷ δὴ [[δῶμα]], βακχεύει [[στέγη]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 64α· [[ὥσπερ]] ἐνθουσιῶν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἡ [[ψυχή]]... ἐνθουσιάζουσα Πλάτ. Ἴων 535C· προβλ. 536Β˙ ἐνθουσιάζοντες ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 22C·Ϗ ἐνθουσιῶντες ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 253Α· ἐνθουσιάσας ὁ αὐτ. Θεαίτ. 180C· ὑπὸ τῶν Νυμφῶν... ἐνθουσιάσω ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 241Ε· ὑφ’ ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ ὁ αὐτ. Φίλ. 15Ε· ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τινα Ἀριστ. Ρητ. 3. 7. 11: - [[μετὰ]] δοτ., ἐνθουσιᾷς τοῖς [[σαυτοῦ]] κακοῖς Εὐρ. Τρῳ. 1284· [[περί]] τι Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 22· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 4. 31. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἐμπνέω]], ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς [[Ἑρμῆς]] Τρισμέγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. Φυσικ. Βιβλ. 1, σ. 930· πρβλ. 942.
|lstext='''ἐνθουσιάζω''': παρὰ Τραγ. ἀείπτε [[ἐνθουσιάω]]· παρὰ Πλάτ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι οἱ τύποι, ἴδε κατωτ. Εἶμαι [[ἔνθεος]], κατέχομαι ὑπὸ θεοῦ, εἶμαι [[θεόληπτος]], εὑρίσκομαι ἐν ἐκστάσει, ἐνθουσιᾷ δὴ [[δῶμα]], βακχεύει [[στέγη]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 64α· [[ὥσπερ]] ἐνθουσιῶν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἡ [[ψυχή]]... ἐνθουσιάζουσα Πλάτ. Ἴων 535C· προβλ. 536Β˙ ἐνθουσιάζοντες ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 22C·Ϗ ἐνθουσιῶντες ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 253Α· ἐνθουσιάσας ὁ αὐτ. Θεαίτ. 180C· ὑπὸ τῶν Νυμφῶν... ἐνθουσιάσω ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 241Ε· ὑφ’ ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ ὁ αὐτ. Φίλ. 15Ε· ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τινα Ἀριστ. Ρητ. 3. 7. 11: - [[μετὰ]] δοτ., ἐνθουσιᾷς τοῖς [[σαυτοῦ]] κακοῖς Εὐρ. Τρῳ. 1284· [[περί]] τι Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 22· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 4. 31. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἐμπνέω]], ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς [[Ἑρμῆς]] Τρισμέγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. Φυσικ. Βιβλ. 1, σ. 930· πρβλ. 942.
}}
{{bailly
|btext=être inspiré par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνθεος]].
}}
}}