Anonymous

ἑλώριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλώριον''': τό, = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 264· ἐν τῷ πληθ., ἑλώρια τεῦχε κύνεσσι Ἰλ. Α. 4.
|lstext='''ἑλώριον''': τό, = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 264· ἐν τῷ πληθ., ἑλώρια τεῦχε κύνεσσι Ἰλ. Α. 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />butin, proie.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλωρ]].
}}
}}