Anonymous

ἔνοικος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνοικος''': -ον, οἰκῶν [[ἐντός]], [[κάτοικος]], Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[κάτοικος]] τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὁ [[κάτοικος]] ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.
|lstext='''ἔνοικος''': -ον, οἰκῶν [[ἐντός]], [[κάτοικος]], Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[κάτοικος]] τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὁ [[κάτοικος]] ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui habite dans, habitant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οἶκος]].
}}
}}