Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἐνυάλιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἐνῡάλιος''': ᾰ, ὁ, [[πολεμικός]], [[φονικός]], παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ἄρεως, Ἄρης δεινὸς [[Ἐνυάλιος]] Ἰλ. Ρ. 210, ἀλλαχοῦ ὡς οὐσιαστ. τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] τοῦ θεοῦ, [[ἀτάλαντος]] Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ ([[ἔνθα]] τὸ -υα- ἀναγινώσκεται κατὰ συνίζησιν) Β. 651, Η. 166, Υ. 69, κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 179 καὶ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1016· ξυνὸς Ἐν., ἴδε ἐν λ. [[ξυνός]]· ἀλλ’ ἀκολούθως, [[διάφορος]] τοῦ Ἄρεως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 456, πρβλ. Ἀλκμᾶνα παρὰ τῷ Σχολιαστῇ [[αὐτόθι]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴαντα ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἔναρξις μάχης ἐγίνετο δι’ ἀλαλαγμοῦ πρὸς τὸν Ἐνυάλιον, Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18., 5. 2, 14: ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐνυάλιος κεῖται παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1572 ἀντὶ τῆς λέξεως [[μάχη]], κοινὸν ἐνυάλιον... μαρναμένους· ― ὁ ἐνυάλιος, πολεμικὴ [[κραυγή]], Ἡλιοδ. 4. 27. Πρβλ. [[Ἐνυώ]]. 2) παρὰ Ρωμαίοις = Quirinus, Κυρῖνος, Πολύβ. 3. 25, 6, Διον. Ἁλ. 2. 48: ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὁ Ἐν. [[λόφος]] = Collis Quirinalis, Κυρίνιος, Διον. Ἁλ. 9. 60. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον [[καθόλου]] (ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 58, -ίη, ον), [[πολεμικός]], [[μανιώδης]], [[ἰωχμὸς]] Θεόκρ. 25. 279· ἀϋταὶ Ὀπ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17.
|lstext='''Ἐνῡάλιος''': ᾰ, ὁ, [[πολεμικός]], [[φονικός]], παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ἄρεως, Ἄρης δεινὸς [[Ἐνυάλιος]] Ἰλ. Ρ. 210, ἀλλαχοῦ ὡς οὐσιαστ. τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] τοῦ θεοῦ, [[ἀτάλαντος]] Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ ([[ἔνθα]] τὸ -υα- ἀναγινώσκεται κατὰ συνίζησιν) Β. 651, Η. 166, Υ. 69, κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 179 καὶ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1016· ξυνὸς Ἐν., ἴδε ἐν λ. [[ξυνός]]· ἀλλ’ ἀκολούθως, [[διάφορος]] τοῦ Ἄρεως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 456, πρβλ. Ἀλκμᾶνα παρὰ τῷ Σχολιαστῇ [[αὐτόθι]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴαντα ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἔναρξις μάχης ἐγίνετο δι’ ἀλαλαγμοῦ πρὸς τὸν Ἐνυάλιον, Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18., 5. 2, 14: ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐνυάλιος κεῖται παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1572 ἀντὶ τῆς λέξεως [[μάχη]], κοινὸν ἐνυάλιον... μαρναμένους· ― ὁ ἐνυάλιος, πολεμικὴ [[κραυγή]], Ἡλιοδ. 4. 27. Πρβλ. [[Ἐνυώ]]. 2) παρὰ Ρωμαίοις = Quirinus, Κυρῖνος, Πολύβ. 3. 25, 6, Διον. Ἁλ. 2. 48: ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὁ Ἐν. [[λόφος]] = Collis Quirinalis, Κυρίνιος, Διον. Ἁλ. 9. 60. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον [[καθόλου]] (ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 58, -ίη, ον), [[πολεμικός]], [[μανιώδης]], [[ἰωχμὸς]] Θεόκρ. 25. 279· ἀϋταὶ Ὀπ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Ényalios, <i>surn. d’Arès</i> : [[τῷ]] Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν <i>ou</i> ἀλαλάζειν XÉN pousser le cri de guerre en l’honneur d’Ényalios.<br />'''Étymologie:''' [[Ἐνυώ]].
}}
}}