Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξειργασμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξειργασμένως''': ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐξεργάζομαι]], μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
|lstext='''ἐξειργασμένως''': ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐξεργάζομαι]], μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec un travail approfondi, avec soin.<br />'''Étymologie:''' ἐξειργασμένος part. pf. de [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}