ἐξειργασμένως
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι, carefully, accurately, Plu.Alex.1.
German (Pape)
[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξειργασμένως: тщательно, обстоятельно (ἀπαγγέλλειν τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
Greek Monotonic
ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adverb[adverb part. perf. pass. of ἐξεργάζομαι,]
carefully, accurately, fully, Plut.