Anonymous

ἐνδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδᾰτέομαι''': ἀποθ., διαιρῶ, δίς τ’ ἐν τελευτῇ τοὔνομ’ ἐνδατούμενος, καλεῖ, καὶ δὶς διαιρῶν [[ὀνειδιστικῶς]] τὸ [[ὄνομα]] (τοῦ Πολυνείκους) εἰς τὸ [[τέλος]] (τοῦ λόγου) καλεῖ (ὦ πολὺ [[νεῖκος]], πολὺ [[νεῖκος]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 578, ἴδε σημ. Paley καὶ Σχολιαστήν· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, διανέμειν, διασκορπίζειν ὀνειδιστικοὺς λόγους, κατηγορίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. 2) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, α) ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαι, βλασφημῶ, τὸ δυσπάρευνον [[λέκτρον]] ἐνδατούμενος Σοφ. Τραχ. 791 (οὕτω differe berbis παρὰ Πλαύτῳ). β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δ’ ἐνδατεῖται τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, πανηγυρίζει, ἐγκωμιάζει τὴν τῶν τέκνων του εὐδαίμονα γενεάν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· Λύκει’ [[ἄναξ]], τά σε σά... βέλεα θέλοιμ’ ἂν ἀδάματ’ ἐνδατεῖσθαι, νὰ διασκορπίζωνται ἀδάμαστα, Σοφ. Ο. Τ. 205, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. 3) κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], τὸν ὠλενίτην [[χόνδρον]] ἐνδατουμένη, τὸν τῆς ὠμοπλάτης [[χόνδρον]] καταβιβρώσκουσα, Λυκόφρ. 155. ΙΙ. ὡς παθ., μερίζομαι, κόπτομαι, μόνον ἐν Νικαν. Θηρ. 509.
|lstext='''ἐνδᾰτέομαι''': ἀποθ., διαιρῶ, δίς τ’ ἐν τελευτῇ τοὔνομ’ ἐνδατούμενος, καλεῖ, καὶ δὶς διαιρῶν [[ὀνειδιστικῶς]] τὸ [[ὄνομα]] (τοῦ Πολυνείκους) εἰς τὸ [[τέλος]] (τοῦ λόγου) καλεῖ (ὦ πολὺ [[νεῖκος]], πολὺ [[νεῖκος]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 578, ἴδε σημ. Paley καὶ Σχολιαστήν· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, διανέμειν, διασκορπίζειν ὀνειδιστικοὺς λόγους, κατηγορίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. 2) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, α) ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαι, βλασφημῶ, τὸ δυσπάρευνον [[λέκτρον]] ἐνδατούμενος Σοφ. Τραχ. 791 (οὕτω differe berbis παρὰ Πλαύτῳ). β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δ’ ἐνδατεῖται τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, πανηγυρίζει, ἐγκωμιάζει τὴν τῶν τέκνων του εὐδαίμονα γενεάν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· Λύκει’ [[ἄναξ]], τά σε σά... βέλεα θέλοιμ’ ἂν ἀδάματ’ ἐνδατεῖσθαι, νὰ διασκορπίζωνται ἀδάμαστα, Σοφ. Ο. Τ. 205, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. 3) κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], τὸν ὠλενίτην [[χόνδρον]] ἐνδατουμένη, τὸν τῆς ὠμοπλάτης [[χόνδρον]] καταβιβρώσκουσα, Λυκόφρ. 155. ΙΙ. ὡς παθ., μερίζομαι, κόπτομαι, μόνον ἐν Νικαν. Θηρ. 509.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I. 1</b> partager, diviser;<br /><b>2</b> déchirer, <i>fig.</i> déchirer en paroles;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être partagé ; être lancé de tous côtés <i>en parl. de traits</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δατέομαι]].
}}
}}