Anonymous

ἐξομηρεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξομηρεύω''': δεῖ δὲ καὶ ἐξομηρεύειν (τοὺς δούλους) ταῖς τεκνοποιίας, πρέπει δὲ καὶ νὰ συνδέῃ τις τοὺς δούλους πρὸς ἑαυτὸν διὰ τῆς τεκνοποιίας, [[διότι]] οὕτω θὰ ἔχῃ ὡς ὁμήρους τρόπον τινὰ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, ἐν τέλει. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] ὡς ὁμήρους, παῖδας Πλουτ. Σερτ. 14· πορίζομαί τι διὰ παροχῆς ὁμήρων, ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν Στραβ. 288· ···χρεῶ ἐμαυτόν, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 29.
|lstext='''ἐξομηρεύω''': δεῖ δὲ καὶ ἐξομηρεύειν (τοὺς δούλους) ταῖς τεκνοποιίας, πρέπει δὲ καὶ νὰ συνδέῃ τις τοὺς δούλους πρὸς ἑαυτὸν διὰ τῆς τεκνοποιίας, [[διότι]] οὕτω θὰ ἔχῃ ὡς ὁμήρους τρόπον τινὰ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, ἐν τέλει. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] ὡς ὁμήρους, παῖδας Πλουτ. Σερτ. 14· πορίζομαί τι διὰ παροχῆς ὁμήρων, ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν Στραβ. 288· ···χρεῶ ἐμαυτόν, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 29.
}}
{{bailly
|btext=prendre pour otage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁμηρεύω]].
}}
}}