ἐξομηρεύω

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομηρεύω Medium diacritics: ἐξομηρεύω Low diacritics: εξομηρεύω Capitals: ΕΞΟΜΗΡΕΥΩ
Transliteration A: exomēreúō Transliteration B: exomēreuō Transliteration C: eksomireyo Beta Code: e)comhreu/w

English (LSJ)

bind by taking hostages, [τοὺς δούλους] ταῖς τεκνοποΐαις ἐ. bind slaves to one's service by the pledges of wives and children, Arist. Oec.1344b17, cf. Phld.Oec.p.33J.:—Med., νήπιοι ψυχῆς φίλτρα -εύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12; also, produce by hostages, φιλίαν Str.6.4.2; bind to oneself, D.S.27.7; win over, SIG 656.21 (Abdera, ii B. C., found at Teos).

German (Pape)

[Seite 886] sich der Treue eines Andern durch Geißeln versichern, τινά; übertr., δούλους ἐξομηρεύειν ταῖς τεκνοποιΐαις Arist. Oec. 1, 5, sich der Treue der Sklaven durch Erlaubniß der Ehe u. Kindererzeugung versichern. – Med., τοὺς παῖδας, sich zu Geißeln geben lassen, Plut. Sert. 14; ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν, durch Stellen von Geißeln sich verschaffen, Strab. 6, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

prendre pour otage, acc..
Étymologie: ἐξ, ὁμηρεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξομηρεύω:
1 обеспечивать взятием заложников или залога: τοὺς δούλους ταῖς τεκνοποιΐαις ἐ. Arst. заставить рабов трудиться, разрешив им обзаводиться детьми;
2 med. брать в качестве заложников (τοὺς παῖδας Plut.);
3 med. привязывать к себе (τὴν ὄψιν εὐπρεπὴς καὶ πᾶν ἐξομηρεύσασθαι δυναμένη Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομηρεύω: δεῖ δὲ καὶ ἐξομηρεύειν (τοὺς δούλους) ταῖς τεκνοποιίας, πρέπει δὲ καὶ νὰ συνδέῃ τις τοὺς δούλους πρὸς ἑαυτὸν διὰ τῆς τεκνοποιίας, διότι οὕτω θὰ ἔχῃ ὡς ὁμήρους τρόπον τινὰ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, ἐν τέλει. ― Μέσ., λαμβάνω ὡς ὁμήρους, παῖδας Πλουτ. Σερτ. 14· πορίζομαί τι διὰ παροχῆς ὁμήρων, ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν Στραβ. 288· ···χρεῶ ἐμαυτόν, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 29.

Greek Monolingual

ἐξομηρεύω (Α)
1. καθιστώ κάποιον όμηρο
2. μέσ. παίρνω ομήρους
3. αποκτώ κάτι δίνοντας ομήρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομηρεύω (< όμηρος)].