Anonymous

ἐπαμύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰμύνω''': [[σπεύδω]] εἰς βοήθειάν τινος, [[μετὰ]] δοτ. ὄφρ’ [[ἐπαμύνω]] Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
|lstext='''ἐπᾰμύνω''': [[σπεύδω]] εἰς βοήθειάν τινος, [[μετὰ]] δοτ. ὄφρ’ [[ἐπαμύνω]] Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> secourir, défendre : τινι qqn;<br /><b>2</b> repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀμύνω]].
}}
}}