Anonymous

ἐξάγιστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάγιστος''': -ον, ([[ἐξαγίζω]]) [[ἐπάρατος]], [[ἀκάθαρτος]], [[πονηρός]], Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα [[μηδὲ]] κινεῖται λόγῳ, ὅσα [[εἶναι]] θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ.
|lstext='''ἐξάγιστος''': -ον, ([[ἐξαγίζω]]) [[ἐπάρατος]], [[ἀκάθαρτος]], [[πονηρός]], Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα [[μηδὲ]] κινεῖται λόγῳ, ὅσα [[εἶναι]] θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’il faut repousser <i>ou</i> fuir comme impur, maudit, criminel ; ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ SOPH secret fatal auquel il ne faut pas toucher par la parole.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγίζω]].
}}
}}