3,277,121
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμένω''': μέλλ. -μενῶ, [[διαμένω]] ἐντὸς μέρους τινός, πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 12· ἐν τῇ κεφαλῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1120· ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 2. 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. 8. 31. 2) [[παραμένω]], [[μένω]] [[σταθερός]], [[μένω]] [[πιστός]], [[μετὰ]] δοτ., τοῖς ὁρκίοις Ἡρόδ. 9. 106· πιστώμασι Αἰσχύλ. Χο. 977, κτλ.· τῷ κηρύγματι Σοφ. Ο. Τ. 351· ὀρθῷ νόμῳ ὁ αὐτ. Αἴ. 350· ἐμμ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς, Λατ. manere in induciis, Θουκ. 5. 18· τοῖς νόμοις Ξεν. Ἀν. 4. 4, 18· τῷ τιμήματι Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· τῇ ὁμολογίᾳ ὁ αὐτ. Θεαίτ. 145C, κτλ.· ἀξιῶν Καρχηδονίοις ἐμμένειν, νὰ ἐμμένωσι πισταὶ (αἱ πόλεις) εἰς τοὺς Καρχηδονίους, Ἀππ. Ἰβηρ. 24· [[ὡσαύτως]], ἐμμ. ἐν σπονδαῖς Θουκ. 4. 118· ἐν τῇ τάξει Πλάτ. Νόμ. 844C· - ἀπολ., [[μένω]] [[εὐσταθής]], [[πιστός]], Εὐρ. Φοίν. 1241. 3) [[μετὰ]] δοτ. ἠθικῆς, εἴ σοί γ’ [[ἅπερ]] φῇς ἐμμενεῖ, ἐὰν θὰ φυλάξῃς τὸν λόγον σου, Σοφ. Ο. Κ. 648· [[ἀλλά]] μοι τόδ’ ἐμμένοι, [[εἴθε]] νὰ μείνῃ τοῦτο διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν μου, Αἰσχύλ. Προμ. 534, [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος μετήλλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. εἰς: [[μάλα]] μοι τοῦτ’ ἐμμένοι· - εἴ σφι ἔτι ἐμμένει ἡ φιλίη Ἡρόδ. 7. 151· [[οὕτως]], ἐνέμειναν αἱ σπονδαὶ Θουκ. 2. 2· ἐμμ. ὁ [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 839C· ἐὰν... ὁ [[λόγος]] ἐμμένῃ ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 258Β· τὸ σιδηροφορεῖσθαι ἐμμεμένηκεν, ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]], Θουκ. 1. 5. | |lstext='''ἐμμένω''': μέλλ. -μενῶ, [[διαμένω]] ἐντὸς μέρους τινός, πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 12· ἐν τῇ κεφαλῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1120· ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 2. 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. 8. 31. 2) [[παραμένω]], [[μένω]] [[σταθερός]], [[μένω]] [[πιστός]], [[μετὰ]] δοτ., τοῖς ὁρκίοις Ἡρόδ. 9. 106· πιστώμασι Αἰσχύλ. Χο. 977, κτλ.· τῷ κηρύγματι Σοφ. Ο. Τ. 351· ὀρθῷ νόμῳ ὁ αὐτ. Αἴ. 350· ἐμμ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς, Λατ. manere in induciis, Θουκ. 5. 18· τοῖς νόμοις Ξεν. Ἀν. 4. 4, 18· τῷ τιμήματι Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· τῇ ὁμολογίᾳ ὁ αὐτ. Θεαίτ. 145C, κτλ.· ἀξιῶν Καρχηδονίοις ἐμμένειν, νὰ ἐμμένωσι πισταὶ (αἱ πόλεις) εἰς τοὺς Καρχηδονίους, Ἀππ. Ἰβηρ. 24· [[ὡσαύτως]], ἐμμ. ἐν σπονδαῖς Θουκ. 4. 118· ἐν τῇ τάξει Πλάτ. Νόμ. 844C· - ἀπολ., [[μένω]] [[εὐσταθής]], [[πιστός]], Εὐρ. Φοίν. 1241. 3) [[μετὰ]] δοτ. ἠθικῆς, εἴ σοί γ’ [[ἅπερ]] φῇς ἐμμενεῖ, ἐὰν θὰ φυλάξῃς τὸν λόγον σου, Σοφ. Ο. Κ. 648· [[ἀλλά]] μοι τόδ’ ἐμμένοι, [[εἴθε]] νὰ μείνῃ τοῦτο διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν μου, Αἰσχύλ. Προμ. 534, [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος μετήλλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. εἰς: [[μάλα]] μοι τοῦτ’ ἐμμένοι· - εἴ σφι ἔτι ἐμμένει ἡ φιλίη Ἡρόδ. 7. 151· [[οὕτως]], ἐνέμειναν αἱ σπονδαὶ Θουκ. 2. 2· ἐμμ. ὁ [[νόμος]] Πλάτ. Νόμ. 839C· ἐὰν... ὁ [[λόγος]] ἐμμένῃ ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 258Β· τὸ σιδηροφορεῖσθαι ἐμμεμένηκεν, ἐξηκολούθησεν ὡς [[συνήθεια]], Θουκ. 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> rester dans;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> s’en tenir à, persévérer dans : ὁρκίοισι HDT tenir des serments ; τοῖς νόμοις XÉN observer les lois ; ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς THC respecter les conventions et les traités ; ἔν τινι : rester fidèle à qqn APP ; ἐμμ. [[ἐν]] σπονδαῖς THC rester fidèle à un traité;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses (amitié, traité, loi, etc.)</i> subsister, persister, se maintenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μένω]]. | |||
}} | }} |