Anonymous

ἐπενδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπενδίδωμι''': μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην [[ἐπενδίδωμι]] (πληγήν), [[ἐπιπροστίθημι]] καὶ τρίτον [[κτύπημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».
|lstext='''ἐπενδίδωμι''': μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην [[ἐπενδίδωμι]] (πληγήν), [[ἐπιπροστίθημι]] καὶ τρίτον [[κτύπημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».
}}
{{bailly
|btext=donner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδίδωμι]].
}}
}}