ἐπενδίδωμι
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
give over and above, ἐ. τρίτην I put in yet a third blow, A. Ag.1386.
German (Pape)
[Seite 915] (s. δίδωμι), noch dazu, daraufgeben, Aesch. Ag. 1359.
French (Bailly abrégé)
donner en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐνδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδίδωμι: давать сверх (чего-л.), прибавлять: ἐ. τρίτην τινί Aesch. нанести третий удар кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι (πληγήν), ἐπιπροστίθημι καὶ τρίτον κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».
Greek Monolingual
ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τον χτυπώ για τρίτη φορά, του δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπενδίδωμι: μέλ. -δώσω, δίνω επιπλέον, σε Αισχύλ.