Anonymous

ἐπιβήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, [[ἐπιβήτωρ]] ἵππων, [[ἔφιππος]], [[ἱππεύς]], Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, [[οἷον]] τοῦ κάπρου, συῶν [[ἐπιβήτωρ]] Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., [[κάτοχος]], κύριός τινος, [[καλῶς]] γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.
|lstext='''ἐπιβήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, [[ἐπιβήτωρ]] ἵππων, [[ἔφιππος]], [[ἱππεύς]], Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, [[οἷον]] τοῦ κάπρου, συῶν [[ἐπιβήτωρ]] Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., [[κάτοχος]], κύριός τινος, [[καλῶς]] γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui monte sur des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}