ἐπιβήτωρ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A one who mounts, ἐ. ἵππων Od.18.263, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307.
2. of male animals, e.g.a boar, συῶν ἐπιβήτωρ Od.11.131; of a bull, Theoc.25.128.
II. as adjective, springing, Nonn. D. 20.113.
2. metaph., at home in, master of a thing, θηροδιδασκαλίης Man.4.245; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr.353.
German (Pape)
[Seite 929] ορος, ὁ, der da besteigt, – a) ἵππων, Reiter, Od. 18, 263 u. Sp., wie Opp. C. 4, 51; auch κούρη, Nonn. D. 1, 51; νεώς, = ἐπιβάτης, Ant. Sid. 106 (VII, 498). – b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber, Od. 11, 131. 23, 278; von Stieren, Theocr. 25, 128. – c) als adj., emporsteigend, sich erhebend, z. B. παλμός, Nonn. D. 20, 113 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui monte sur des chevaux.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβήτωρ: ορος ὁ
1 всходящий, садящийся: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = ἐπιβάτης 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ κάπρος;
2 Theocr. = ταῦρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, ἐπιβήτωρ ἵππων, ἔφιππος, ἱππεύς, Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, οἷον τοῦ κάπρου, συῶν ἐπιβήτωρ Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., κάτοχος, κύριός τινος, καλῶς γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.
English (Autenrieth)
ορος: mounter, ‘mounted warrior,’ ἵππων, Od. 18.263; designating a boar, συῶν ἐπιβήτωρ, λ 131, Od. 23.278.
Greek Monotonic
ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ (ἐπιβαίνω),·
1. αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε άλογο, ἐπ. ἵππων, έφιππος ιππέας, αναβάτης αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. γουρούνι (αρσενικό), στο ίδ.· ταύρος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἐπιβήτωρ, ορος, ἐπιβαίνω
1. one who mounts, ἐπ. ἵππων a mounted horseman, Od.
2. of male animals, e. g. a boar, Od.; a bull, Theocr.