3,270,802
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαγγελία''': ἡ ([[ἐπαγγέλλω]]) [[διαταγή]], [[παραγγελία]], [[διότι]] παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Πολύβ. 9. 38, 2, 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, [[κυρίως]], [[ἐπαγγελία]] δοκιμασίας, δημοσία [[καταγγελία]] καὶ [[κλῆσις]] [[ὅπως]] προσέλθῃ τις εἰς δοκιμασίαν τῶν ῥητόρων (ἴδε τὴν λ. [[δοκιμασία]] 4) γενομένην κατά τινος [[ὅστις]], ἐνῷ ἐνείχετο εἰς ἀτιμίαν, ἐτόλμα νὰ δημηγορῇ [[δημοσίᾳ]] (ἴδε ἐπαγγέλω) 3)· ἐπαγγελίαν τινί... ἀπειλεῖν Αἰσχίν. 9. 35· πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ’ ἡμῖν [[ἐπαγγελία]] Δημ. 602. 11. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «[[ἐπαγγελία]], σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν ἐγκαλούντων τινὶ δημηγορεῖν καὶ πολιτεύεσθαι οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει. -[[Κατὰ]] δὲ τὰ Α. Β. σ. 256, 5, «ἐπαγγεῖλαι καὶ [[ἐπαγγελία]], σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 353. 43. 3) [[προσφορά]], [[ὑπόσχεσις]], ἀπεδέξασθε τὴν τ’ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμήν, κτλ., Δημ. 519. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 6· ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Πολύβ. 1. 72, 6· ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών, καταλιπὼν ὡς [[ὑπόσχεσις]], ὁ αὐτὸς 18. 11, 1· τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ [[τέλος]] ἀγαγεῖν [[αὐτόθι]]: μεταφ., ἔρρωται καὶ ὤμων [[ἐπαγγελία]] καὶ οὐκ ἀτρέπτῳ τένοντι Φιλόστρ. 768. 4) [[ἀγγελία]], Ἑβδ. Α΄ Μακκ. Κ. 15), Ἐπιστ. Α΄ Ἰωάννου α΄ 5. | |lstext='''ἐπαγγελία''': ἡ ([[ἐπαγγέλλω]]) [[διαταγή]], [[παραγγελία]], [[διότι]] παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Πολύβ. 9. 38, 2, 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, [[κυρίως]], [[ἐπαγγελία]] δοκιμασίας, δημοσία [[καταγγελία]] καὶ [[κλῆσις]] [[ὅπως]] προσέλθῃ τις εἰς δοκιμασίαν τῶν ῥητόρων (ἴδε τὴν λ. [[δοκιμασία]] 4) γενομένην κατά τινος [[ὅστις]], ἐνῷ ἐνείχετο εἰς ἀτιμίαν, ἐτόλμα νὰ δημηγορῇ [[δημοσίᾳ]] (ἴδε ἐπαγγέλω) 3)· ἐπαγγελίαν τινί... ἀπειλεῖν Αἰσχίν. 9. 35· πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ’ ἡμῖν [[ἐπαγγελία]] Δημ. 602. 11. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «[[ἐπαγγελία]], σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν ἐγκαλούντων τινὶ δημηγορεῖν καὶ πολιτεύεσθαι οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει. -[[Κατὰ]] δὲ τὰ Α. Β. σ. 256, 5, «ἐπαγγεῖλαι καὶ [[ἐπαγγελία]], σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 353. 43. 3) [[προσφορά]], [[ὑπόσχεσις]], ἀπεδέξασθε τὴν τ’ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμήν, κτλ., Δημ. 519. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 6· ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Πολύβ. 1. 72, 6· ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών, καταλιπὼν ὡς [[ὑπόσχεσις]], ὁ αὐτὸς 18. 11, 1· τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ [[τέλος]] ἀγαγεῖν [[αὐτόθι]]: μεταφ., ἔρρωται καὶ ὤμων [[ἐπαγγελία]] καὶ οὐκ ἀτρέπτῳ τένοντι Φιλόστρ. 768. 4) [[ἀγγελία]], Ἑβδ. Α΄ Μακκ. Κ. 15), Ἐπιστ. Α΄ Ἰωάννου α΄ 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> commandement, ordre;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> sommation d’avoir à subir la [[δοκιμασία]] à un orateur public déclaré indigne par un jugement, et qui se présentait néanmoins pour prendre la parole;<br /><b>3</b> promesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγγέλλω]]. | |||
}} | }} |