Anonymous

ἐπινίφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινίφω''': ῑ, [[νίφω]], [[χιονίζω]] ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ [[χιών]], Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., [[καλύπτω]] διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., [[ὅταν]] ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.
|lstext='''ἐπινίφω''': ῑ, [[νίφω]], [[χιονίζω]] ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ [[χιών]], Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., [[καλύπτω]] διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., [[ὅταν]] ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire tomber de la neige sur ; <i>Pass.</i> être couvert de neige;<br /><b>2</b> <i>impers.</i> • ἐπινίφει la neige continue à tomber.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νίφω]].
}}
}}