3,276,932
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπινίφω''': ῑ, [[νίφω]], [[χιονίζω]] ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ [[χιών]], Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., [[καλύπτω]] διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., [[ὅταν]] ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441. | |lstext='''ἐπινίφω''': ῑ, [[νίφω]], [[χιονίζω]] ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ [[χιών]], Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., [[καλύπτω]] διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., [[ὅταν]] ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> faire tomber de la neige sur ; <i>Pass.</i> être couvert de neige;<br /><b>2</b> <i>impers.</i> • ἐπινίφει la neige continue à tomber.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νίφω]]. | |||
}} | }} |