ἐπινίφω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινίφω Medium diacritics: ἐπινίφω Low diacritics: επινίφω Capitals: ΕΠΙΝΙΦΩ
Transliteration A: epiníphō Transliteration B: epiniphō Transliteration C: epinifo Beta Code: e)pini/fw

English (LSJ)

misspelling of ἐπινείφω, q.v.

German (Pape)

[Seite 965] darauf, dazu schneien; ὅταν δ' ἐπινίφῃ Xen. Cyn. 8, 1; Sp.; bei Theophr. vielleicht auch transit., überschneien.

French (Bailly abrégé)

1 faire tomber de la neige sur ; Pass. être couvert de neige;
2 impers. • ἐπινίφει la neige continue à tomber.
Étymologie: ἐπί, νίφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινίφω: (ῑ) (о снеге) идти, покрывать: ἐπινίφει impers. Xen. снег идет.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίφω: ῑ, νίφω, χιονίζω ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ χιών, Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., καλύπτω διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., ὅταν ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.

Greek Monolingual

ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι
2. απρόσ. επινίφει
εξακολουθεί να χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»].

Greek Monotonic

ἐπινίφω: [ῑ], χιονίζω επάνω· απρόσ., ἐπινίφει, πέφτει φρέσκο χιόνι, ξαναχιονίζει, χιονίζει εκ νέου ή εξακολουθεί να χιονίζει, σε Ξεν.

Middle Liddell

to snow upon: impers., ἐπινίφει fresh snow falls, or it keeps snowing, Xen.