3,277,172
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιξενόομαι''': Παθ. ξενιτεύομαι. καὶ τὸ μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις Ἰσοκρ. 418Α (ἴδε σημ. Κοραῆ τ. 2. σ. 311)· τό τε γὰρ ἐπιξενοῦσθαι τινὰς ἐν ἄλλοις τεθραμμένοις νόμοις ἀσύμφορον εἶναί φασι πρὸς τὴν εὐνομίαν Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 1· φιλοξενοῦμαι, Λουκ. Ἔρωτ. 7· ἠδ’ ὡς Λημνιάδεσσιν ἐπεξεινοῦντο γυναιξὶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 764. Πλούτ. 2. 250Ε, κτλ. 2) ἔχω σχέσεις ξενίας μετά τινος, εἶμαι στενὸς φίλος τινός, ἐπεξενῶσθαι πολλοῖς Δημ. 1224. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 23, Πλουτ. Νουμ. 4· ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώματι [[μοῖρα]], τὸ [[μέρος]] τὸ παρεχόμενον εἰς τὰ σώματα, Ἡράκλειτ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 130. ΙΙ. ὡς Μέσ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1320, ἐπιξενοῦμαι [[ταῦτα]] δ’ ὡς θανουμένη, ἐπικαλοῦμαι τὴν φιλόξενον ὑμῶν ἐπιμαρτυρίαν εἰς [[ταῦτα]] ὡς μέλλουσα ν’ ἀποθάνω· ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιξενοῦμαι· ξενοδοκοῦμαι. [[ἐπιμαρτύρομαι]]». ΙΙΙ. κατὰ τὸν Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] = πορεύεσθαι, «Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν Συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσ(σ)αις». | |lstext='''ἐπιξενόομαι''': Παθ. ξενιτεύομαι. καὶ τὸ μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις Ἰσοκρ. 418Α (ἴδε σημ. Κοραῆ τ. 2. σ. 311)· τό τε γὰρ ἐπιξενοῦσθαι τινὰς ἐν ἄλλοις τεθραμμένοις νόμοις ἀσύμφορον εἶναί φασι πρὸς τὴν εὐνομίαν Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 1· φιλοξενοῦμαι, Λουκ. Ἔρωτ. 7· ἠδ’ ὡς Λημνιάδεσσιν ἐπεξεινοῦντο γυναιξὶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 764. Πλούτ. 2. 250Ε, κτλ. 2) ἔχω σχέσεις ξενίας μετά τινος, εἶμαι στενὸς φίλος τινός, ἐπεξενῶσθαι πολλοῖς Δημ. 1224. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 23, Πλουτ. Νουμ. 4· ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώματι [[μοῖρα]], τὸ [[μέρος]] τὸ παρεχόμενον εἰς τὰ σώματα, Ἡράκλειτ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 130. ΙΙ. ὡς Μέσ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1320, ἐπιξενοῦμαι [[ταῦτα]] δ’ ὡς θανουμένη, ἐπικαλοῦμαι τὴν φιλόξενον ὑμῶν ἐπιμαρτυρίαν εἰς [[ταῦτα]] ὡς μέλλουσα ν’ ἀποθάνω· ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιξενοῦμαι· ξενοδοκοῦμαι. [[ἐπιμαρτύρομαι]]». ΙΙΙ. κατὰ τὸν Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] = πορεύεσθαι, «Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν Συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσ(σ)αις». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> recevoir l’hospitalité : τινι auprès de qqn ; entretenir des relations amicales avec, τινι;<br /><b>2</b> venir comme étranger, se fixer comme étranger dans, τινι;<br /><b>3</b> invoquer le droit d’hospitalité ; faire appel à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ξένος]]. | |||
}} | }} |