ἐπιξενόομαι

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιξενόομαι Medium diacritics: ἐπιξενόομαι Low diacritics: επιξενόομαι Capitals: ΕΠΙΞΕΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: epixenóomai Transliteration B: epixenoomai Transliteration C: epiksenoomai Beta Code: e)piceno/omai

English (LSJ)

Ep. ἐπιξειν- A.R.2.764:—Pass.,
A to be entertained as a guest, dwell abroad, Isoc.Ep.6.2, Arist.Pol.1327a13; πόλει Luc. Am.7; to be on a visit, εἰς Ὀξύρυγχα Mitteis Chr.8.2 (iii B.C.); ἐ. τινί to be entertained by one, A.R.l.c., Plu.2.250a; Σοφοκλεῖ ζῶντι Ἀσκληπιὸν . Id.Num.4; παρά τισι Sammelb.6262 (iii A.D.).
2. have hospitable relations with, be intimate with, ἐπεξενῶσθαι πολλοῖς D.50.56, cf. D.S.1.23; ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα lent to or communicated with, Heraclit. ap. S.E.M.7.130.
II. as Med., in A.Ag.1320 ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ' ὡς θανουμένη I appeal to thee in these matters, as one at death's door, cf. S.Fr.146.

German (Pape)

[Seite 966] pass., von Einem als Gastfreund aufgenommen u. bewirthet werden, ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ' ὡς θανουμένη, ich lasse mich so bewirthen, dies sei mein Gastgruß, Aesch. Ag. 1293 (man zieht auch Hesych. Erkl. μαρτύρεσθαι hierher); τινί, von Jemandem, Ap. Rh. 2, 764; Arist. pol. 7, 6, 1; διὰ τὸ ἐπεξενῶσθαι πολλοῖς, wegen seiner gastfreundschaftlichen Verhältnisse mit Vielen, Dem. 50, 56; Sp., wie Plut. Num. 4. – Als Fremder an einen Ort kommen, πόλει Luc. Amor. 7; übh. sich in der Fremde aufhalten, Sp.; übertr., ἡ ἐπιξενωθεῖσα τοῖς σώμασι μοῖρα Sext. Emp. in dogm. 1, 130.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 recevoir l'hospitalité : τινι auprès de qqn ; entretenir des relations amicales avec, τινι;
2 venir comme étranger, se fixer comme étranger dans, τινι;
3 invoquer le droit d'hospitalité ; faire appel à qqn.
Étymologie: ἐπί, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιξενόομαι:
1 находить приют, быть гостем (τινι Plut.; ἑκάστῃ τῶν πόλεων Luc.; ἡ ἐπιξενωθεῖσα τοῖς σώμασιν μοῖρα Sext.): ἐπιξενοῦμαι ταῦτα ὡς θανουμένη Aesch. вместо приюта я нашла смерть (слова Кассандры);
2 быть в близких отношениях, быть в дружбе (τινι Dem., Diod., Plut. и τινα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξενόομαι: Παθ. ξενιτεύομαι. καὶ τὸ μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις Ἰσοκρ. 418Α (ἴδε σημ. Κοραῆ τ. 2. σ. 311)· τό τε γὰρ ἐπιξενοῦσθαι τινὰς ἐν ἄλλοις τεθραμμένοις νόμοις ἀσύμφορον εἶναί φασι πρὸς τὴν εὐνομίαν Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 1· φιλοξενοῦμαι, Λουκ. Ἔρωτ. 7· ἠδ’ ὡς Λημνιάδεσσιν ἐπεξεινοῦντο γυναιξὶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 764. Πλούτ. 2. 250Ε, κτλ. 2) ἔχω σχέσεις ξενίας μετά τινος, εἶμαι στενὸς φίλος τινός, ἐπεξενῶσθαι πολλοῖς Δημ. 1224. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 23, Πλουτ. Νουμ. 4· ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώματι μοῖρα, τὸ μέρος τὸ παρεχόμενον εἰς τὰ σώματα, Ἡράκλειτ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 130. ΙΙ. ὡς Μέσ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1320, ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ὡς θανουμένη, ἐπικαλοῦμαι τὴν φιλόξενον ὑμῶν ἐπιμαρτυρίαν εἰς ταῦτα ὡς μέλλουσα ν’ ἀποθάνω· ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιξενοῦμαι· ξενοδοκοῦμαι. ἐπιμαρτύρομαι». ΙΙΙ. κατὰ τὸν Ἡσύχ. ὡσαύτως = πορεύεσθαι, «Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν Συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσ(σ)αις».

Greek Monotonic

ἐπιξενόομαι: παρακ. ἐπεξένωμαι·
I. Παθ., έχω σχέσεις φιλοξενίας με, είμαι στενός φίλος με κάποιον, σε Δημ.
II. ως Μέσ., επικαλούμαι φιλόξενες μαρτυρίες, σε Αισχύλ.

Greek Monolingual

ἐπιξενοῦμαι, ἐπιξενόομαι (AM) επίξενος
φιλοξενούμαι
μσν.
1. ταξιδεύω
2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης
αρχ.
1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)
2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο
3. έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, είμαι στενός φίλος του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», Δημοσθ.)
4. μτφ. παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα» — το μέρος που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)
5. μέσ. επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή μαρτυρία («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι
Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».

Middle Liddell

perf. ἐπεξένωμαι
I. Pass. to have hospitable relations with, be intimate with, Dem.
II. as Mid. to claim friendly services, Aesch.