Anonymous

ἐπικούρημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικούρημα''': τό, [[βοήθημα]], ἦν δὲ τοῖς... ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος, εἴ τις [[μέλαν]] τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν πορεύοιτο, ἦτο δὲ τῶν... ὀφθαλμῶν προφυλακτικὸν [[ἐναντίον]] τῆς χιόνος ἐάν τις ἐπορεύετο ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[μέλαν]] τι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 13.
|lstext='''ἐπικούρημα''': τό, [[βοήθημα]], ἦν δὲ τοῖς... ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος, εἴ τις [[μέλαν]] τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν πορεύοιτο, ἦτο δὲ τῶν... ὀφθαλμῶν προφυλακτικὸν [[ἐναντίον]] τῆς χιόνος ἐάν τις ἐπορεύετο ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[μέλαν]] τι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 13.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />secours, protection contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικουρέω]].
}}
}}