ἐπικούρημα

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικούρημα Medium diacritics: ἐπικούρημα Low diacritics: επικούρημα Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΗΜΑ
Transliteration A: epikoúrēma Transliteration B: epikourēma Transliteration C: epikoyrima Beta Code: e)pikou/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, protection, τοῖς ὀφθαλμοῖς χιόνος X.An.4.5.13; remedy, Gal.6.171: pl., aids, succours, τῇ ζωῇ Iamb.Protr. 20.

German (Pape)

[Seite 952] τό, Hülfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee, Xen. An. 4, 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικούρημα: ατος τό помощь или защита: ἐ. τῆς χιόνος Xen. защита от снега.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικούρημα: τό, βοήθημα, ἦν δὲ τοῖς... ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος, εἴ τις μέλαν τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν πορεύοιτο, ἦτο δὲ τῶν... ὀφθαλμῶν προφυλακτικὸν ἐναντίον τῆς χιόνος ἐάν τις ἐπορεύετο ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μέλαν τι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 13.

Greek Monolingual

ἐπικούρημα, τὸ (Α) επικουρώ
1. οτιδήποτε προφυλάσσει, συνδράμει ή βοηθάει, η βοήθεια
2. ό,τι δίνει ηθική βοήθεια ή ενίσχυση
3. ιατρ. βοηθητικό φάρμακο.

Greek Monotonic

ἐπικούρημα: -ατος, τό, μέσο προστασίας, χιόνος εναντίον του χιονιού, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπικούρημα, ατος, τό, [from ἐπικουρέω
protection, χιόνος against snow, Xen.