Anonymous

ἐπίρροθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίρροθος''': -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι [[ἐπίρροθος]] ἐλθὲ [[ποδοῖιν]] Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι [[εἰσί]], «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, [[ἐπειδὴ]] πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι [[ἄμμι]] πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., [[πύργος]], [[μῆτις]] [[ἐπίρροθος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - [[μετὰ]] γεν., παρέχων βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, νύκτερον [[τέλος]] [[μολεῖν]], παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ [[ἐπιτάρροθος]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ [[ἄπαυστος]] [[κακολογία]], Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - [[ἐντεῦθεν]], ἀξιόμεμπτος, [[ταπεινός]], μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.
|lstext='''ἐπίρροθος''': -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι [[ἐπίρροθος]] ἐλθὲ [[ποδοῖιν]] Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι [[εἰσί]], «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, [[ἐπειδὴ]] πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι [[ἄμμι]] πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., [[πύργος]], [[μῆτις]] [[ἐπίρροθος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - [[μετὰ]] γεν., παρέχων βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, νύκτερον [[τέλος]] [[μολεῖν]], παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ [[ἐπιτάρροθος]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ [[ἄπαυστος]] [[κακολογία]], Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - [[ἐντεῦθεν]], ἀξιόμεμπτος, [[ταπεινός]], μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’élance au secours de, τινι ; <i>p. ext.</i> secourable, efficace, utile ; avec le gén. secourable contre;<br /><b>2</b> qui s’élance sur <i>ou</i> contre ; <i>fig.</i> qui blâme, qui injurie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥόθος]].
}}
}}