Anonymous

ἐπιχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχαλκεύω''': [[χαλκεύω]], [[κατασκευάζω]] τι σφυρηλατῶν ἐπὶ ἄκμονος, κἀπιχαλκεύειν μύδρους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· μεταφ., [[μεταβάλλω]] τινά, ὡς διὰ σφυρηλατήσεως, πρὸς τὸν σκοπόν μου, τὸν [[πλάττω]] κατὰ τὴν θέλησίν μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 422, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 1. ΙΙ. Παθ., λεπίδες δ’ αὐταῖς ἦσαν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῖ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3.
|lstext='''ἐπιχαλκεύω''': [[χαλκεύω]], [[κατασκευάζω]] τι σφυρηλατῶν ἐπὶ ἄκμονος, κἀπιχαλκεύειν μύδρους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· μεταφ., [[μεταβάλλω]] τινά, ὡς διὰ σφυρηλατήσεως, πρὸς τὸν σκοπόν μου, τὸν [[πλάττω]] κατὰ τὴν θέλησίν μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 422, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 1. ΙΙ. Παθ., λεπίδες δ’ αὐταῖς ἦσαν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῖ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3.
}}
{{bailly
|btext=forger sur ; <i>fig.</i> remettre sur l’enclume, travailler de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χαλκεύω]].
}}
}}