3,271,358
edits
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχαλκεύω''': [[χαλκεύω]], [[κατασκευάζω]] τι σφυρηλατῶν ἐπὶ ἄκμονος, κἀπιχαλκεύειν μύδρους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· μεταφ., [[μεταβάλλω]] τινά, ὡς διὰ σφυρηλατήσεως, πρὸς τὸν σκοπόν μου, τὸν [[πλάττω]] κατὰ τὴν θέλησίν μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 422, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 1. ΙΙ. Παθ., λεπίδες δ’ αὐταῖς ἦσαν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῖ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. | |lstext='''ἐπιχαλκεύω''': [[χαλκεύω]], [[κατασκευάζω]] τι σφυρηλατῶν ἐπὶ ἄκμονος, κἀπιχαλκεύειν μύδρους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· μεταφ., [[μεταβάλλω]] τινά, ὡς διὰ σφυρηλατήσεως, πρὸς τὸν σκοπόν μου, τὸν [[πλάττω]] κατὰ τὴν θέλησίν μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 422, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 1. ΙΙ. Παθ., λεπίδες δ’ αὐταῖς ἦσαν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῖ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=forger sur ; <i>fig.</i> remettre sur l’enclume, travailler de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χαλκεύω]]. | |||
}} | }} |