Anonymous

ἐπισκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκύζομαι''': Ἀποθ., ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι ἐπί τινι, [[ὄφρα]] καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοὶ Ἰλ. Θ. 370· μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ἐπικ. ἀόρ.) Ὀδ. Η. 306: ― Ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπισκύσαι, «ἐπισκύσαι, τὸ χαλεπῆναι» Ε. Μ. 364. 13.
|lstext='''ἐπισκύζομαι''': Ἀποθ., ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι ἐπί τινι, [[ὄφρα]] καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοὶ Ἰλ. Θ. 370· μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ἐπικ. ἀόρ.) Ὀδ. Η. 306: ― Ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπισκύσαι, «ἐπισκύσαι, τὸ χαλεπῆναι» Ε. Μ. 364. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>opt. ao. 3ᵉ sg. épq.</i> ἐπισκύσσαιτο;<br />s’irriter contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκύζομαι]].
}}
}}