Anonymous

ἐπίτροχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτροχος''': -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ἐπίφορος]]· μεταφ., [[ταχύς]], [[γοργός]], [[μέλη]], ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, [[ταχέως]] λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».
|lstext='''ἐπίτροχος''': -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ἐπίφορος]]· μεταφ., [[ταχύς]], [[γοργός]], [[μέλη]], ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, [[ταχέως]] λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court rapidement, rapide, bref.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτρέχω]].
}}
}}