3,277,179
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτροχος''': -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ἐπίφορος]]· μεταφ., [[ταχύς]], [[γοργός]], [[μέλη]], ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, [[ταχέως]] λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν». | |lstext='''ἐπίτροχος''': -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ἐπίφορος]]· μεταφ., [[ταχύς]], [[γοργός]], [[μέλη]], ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, [[ταχέως]] λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui court rapidement, rapide, bref.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτρέχω]]. | |||
}} | }} |