Anonymous

ἐπιτροχάδην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en courant ; rapidement, brièvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτροχος]], -δην.
}}
}}